αἱματηροῦ

αἱματηροῦ
αἱματηρός
bloodstained
masc/neut gen sg
αἱματηρός
bloodstained
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • αιματηρότητα — η [αιματηρός] η ιδιότητα τού αιματηρού …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο — (ΔΠΔ). Το πρώτο ανεξάρτητο και διαρκές διεθνές ποινικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1998 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την υιοθέτηση του καταστατικού του από τη Διπλωματική Διάσκεψη της Ρώμης. Το ΔΠΔ έχει ως αρμοδιότητα την εκδίκαση… …   Dictionary of Greek

  • Φλώρινας, νομός — Νομός (1.863 τ. χλμ., 54.768 κάτ.) της περιφέρειας δυτικής Μακεδονίας στο βόρειο τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τη Π.Γ.Δ.Μ., στα Α με τους νομούς Πέλλας και Κοζάνης, στα Ν με τους νομούς Κοζάνης και Καστοριάς και στα Δ με την Αλβανία. Πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”